μύστρον — spoon neut nom/voc/acc sg μύστρος *Geom. masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστρα — μύστρον spoon neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστροις — μύστρον spoon neut dat pl μύστρος *Geom. masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστρου — μύστρον spoon neut gen sg μύστρος *Geom. masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστρων — μύστρον spoon neut gen pl μύστρος *Geom. masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύστρῳ — μύστρον spoon neut dat sg μύστρος *Geom. masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστρί — το (ΑΜ μυστρίον) [μύστρον] νεοελλ. εργαλείο με τριγωνικό χαλύβδινο έλασμα και λαβή με το οποίο οι οικοδόμοι και οι αμμοκονιαστές παίρνουν τον πηλό ή το κονίαμα και τό χρησιμοποιούν στην τοιχοδομία ή στην επίχριση μσν. μικρό σιδερένιο εργαλείο τών … Dictionary of Greek
μυστίλη — μυστίλη, ἡ (Α) τεμάχιο άρτου, κόρα ψωμιού, στο οποίο έδιναν σχήμα κουταλιού και με το οποίο έτρωγαν τους ζωμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυστίλη, που είναι αρχαιότερος από τον τ. μύστρον, έχει επίθημα ίλη (πρβλ. ζωμ ίλη, στροβ ίλη) και φαίνεται ότι… … Dictionary of Greek
ПИЩА, СТОЛ — •Cibus, 1) у греков. Различие, существовавшее между отдельными гражданами, племенами и государствами, заметно также и в различной роскоши их стола. В то время как спартанцы в своих сисситиях имели в виду только удовлетворение телесной потребности … Реальный словарь классических древностей
Unidades de medida de la antigua Grecia — Este artículo o sección necesita ser wikificado con un formato acorde a las convenciones de estilo. Por favor, edítalo para que las cumpla. Mientras tanto, no elimines este aviso puesto el 22 de septiembre de 2011. También puedes ayudar… … Wikipedia Español